θαλερά

θαλερά
θαλερός
stout
neut nom/voc/acc pl
θαλερά̱ , θαλερός
stout
fem nom/voc/acc dual
θαλερά̱ , θαλερός
stout
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαλεράν — θαλερά̱ν , θαλερός stout fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεράς — θαλερά̱ς , θαλερός stout fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκλήματος — εὐκλήματος, ον (Α) (για αμπέλι) αυτός που έχει καλά, θαλερά κλήματα …   Dictionary of Greek

  • ευκληματώ — εὐκληματῶ, έω (ΑΜ) [ευκλήματος] (για αμπέλι) έχω καλά, θαλερά κλήματα («ἄμπελος εὐκληματοῡσα Ἰσραήλ», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος …   Dictionary of Greek

  • νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… …   Dictionary of Greek

  • θαλερός — ή, ό 1. ανθηρός, δροσερός: Θαλερή φύση. – Θαλερό δέντρο. 2. ακμαίος, σφριγηλός: Θαλερά νιάτα. – Παρά την ηλικία του είναι ακόμη θαλερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”